- λογευτικόν
- λογ-ευτικόν, τό,A cost of collection, ib.105.24, cf. 5 (pl., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογευτικόν — λογευτικὸν, τὸ (Α) [λογεύω] τα έξοδα τής συλλογής φόρων … Dictionary of Greek